καΐσι

καΐσι
(I)
το
1. δερμάτινο λουρί πάνω στο οποίο ο κουρέας ακονίζει το ξυράφι
2. δερμάτινη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayis].
————————
(II)
και καϊσί, το
το βερίκοκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayisi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καϊσί — καϊσί, το και καΐσι, το (λ. τουρκ.), ο καρπός της καϊσιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… …   Dictionary of Greek

  • καϊσιά — η [καϊσί] η βερικοκιά …   Dictionary of Greek

  • cais — CAÍS, caişi, s.m. Pom fructifer din familia rozaceelor, cu flori albe cu nuanţe roz, care apar înaintea frunzelor, cultivat pentru fructele sale (Armeniaca vulgaris). – Din caisă (derivat regresiv). Trimis de viorelgrosu, 13.09.2007. Sursa: DEX… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”